- μερισμός
- ο1) см. μοίρασμα; 2) лог. расчленение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μερισμός — dividing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
μερισμός — ο διαίρεση, μοίρασμα: Έγινε μερισμός των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερισμοῖς — μερισμός dividing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμοί — μερισμός dividing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμοῦ — μερισμός dividing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμούς — μερισμός dividing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμῶν — μερισμός dividing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμῷ — μερισμός dividing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισμόν — μερισμός dividing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Demosthene — Démosthène Pour les articles homonymes, voir Démosthène (homonymie). Buste de Démosthène, copie romaine d une statue de Polyeuctos, musée du Louvre … Wikipédia en Français